Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Γραπτό θείο κήρυγμα Κυριακής του Θωμά

 


Η πάλη με τον Θεό

 

«ἐάν μή ἴδω... οὐ μή πιστεύσω» (Ἰω. κ', 25)

 

Αγαπητοί αδελφοί,

Ο Αποστολος Θωμας για να πιστευση στην Ανασταση του Χριστου ζητουσε να δη, διότι δεν είχε λάβει ακόμη τό Άγιο Πνεύμα καί δεν είχε αποκτήσει εσωτερική αίσθηση, πού θά τον βεβαίωνε για τήν θεότητα του Χριστού. Ήθελε να δή καί να ψηλαφήση τον Χριστό, ώστε να αποκτήση αισθητή γνώση του Θεού. Όμως η γνώση του Θεού δεν είναι εμπειρία των αισθήσεων, αλλά εσωτερική πληροφορία, εσωτερική κοινωνία με τον Χριστό, πού διοχετεύεται καί στο σώμα.

Παντως, η ιερά υμνογραφία τήν απιστία του Θωμά τήν ονομάζει «καλή», αφ’ ενός μέν γιατί ἦταν καλοπροαίρετη, αφ ἑτέρου δέ γιατί ἔγινε αἰτία νά ἀποδειχθῆ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Διαβάζοντας τήν περίπτωση του Αποστόλου Θωμά, βλέπουμε τήν πάλη του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Αποστολος ζητα να δη τον Θεο. Ο Χριστος εμφανιζεται και εκεινος αναφωνει: «Ο Κυριος μου και ο Θεος μου» (Ιω. κ', 28). Πράγματι, ο Θωμάς νικήθηκε, γιατί κανείς από τους αγίους δεν μπόρεσε να τά βάλη με τον Θεό. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να πούμε, ότι αν υπάρχη ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των εποχών καί ιδιαιτέρως της εποχής μας, αυτό είναι η πάλη των ανθρώπων με τον Θεό.

Όλοι οι άνθρωποι, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας τους, παλεύουν με τον Θεό. Βασικά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.

Στήν πρώτη κατηγορία ανήκουν εκείνοι πού παλεύουν εναντίον του Θεού. Αμφισβητούν τήν ύπαρξή Του καί κάνουν τά πάντα για να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει. Το φοβερο στην περιπτωση αυτή είναι ότι πολεμουν καποιον, πού δεν γνώρισαν ποτέ, γιατί αν Τον γνώριζαν θά είχαν αιχμαλωτισθή από τήν αγάπη Του καί τήν πραότητά Του.

Συνήθως εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι, αγνοώντας τό άγιο θέλημα του Θεού, αποδίδουμε σε Αυτόν όλες τις αποτυχίες μας, με αποτέλεσμα να στρεφόμαστε εναντίον Του. Είναι τραγικό ο άνθρωπος να θεωρή ευλογία αυτό πού είναι «κατάρα» καί να θεωρή κατάρα αυτό πού είναι πραγματική ευλογία. Δηλαδή, τήν ζωή της αμαρτίας, τήν ζωή στον παρόντα πεπτωκότα κόσμο, πού είναι αποτέλεσμα απομακρύνσεως από τον Θεό, τήν θεωρούμε φυσική ζωή καί αφιερώνουμε όλη μας τήν δυναμικότητα, ενώ τήν υπακοή στις εντολές του Θεού πού μας ελευθερώνει από τήν φιλαυτία να τήν θεωρούμε ανάξια λόγου.

Στήν δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι άγιοι πού διψούν καί ποθούν τήν συνάντησή τους με τον Θεό. Όταν τήν επιτύχουν αρχίζει μεγαλύτερη, αφόρητη δίψα. Παλεύουν γιατί θέλουν να δοθούν ολοκληρωτικά στον Θεό, για να αποκτήσουν τελειότερη γνώση Θεού.

Έτσι, όλοι οι άνθρωποι έχουμε κέντρο τον Θεό καί παλεύουμε μαζί Του. Άλλοι εναντίον Του (εναντίον τελικά του εαυτού τους) καί άλλοι για να Τον αποκτήσουν, να Τον κάνουν κτήμα της καρδιάς τους, «ράσμιο Νυμφίο τους».

Γυρω μας και μέσα μας βλέπουμε πολλή αθεΐα. Όταν λέμε αθεΐα δεν εννοούμε την ανυπαρξία του Θεού, αφού ο Θεός υπάρχει και ενεργεί παντού, αλλά την αδυναμία του ανθρώπου να έχη γνώση Θεού.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει τρεις περιπτώσεις αθεΐας.

Πρώτον, άθεοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του αληθινού Θεού, είναι «η πολυειδής πλάνη των ελληνιζόντων», δηλαδή η πλάνη των ειδωλολατρών, από τούς οποίους άλλοι δεν πίστευαν στον Θεο και ικανοποιούσαν τα θελήματα των ηδονών και άλλοι λάτρευαν τα στοιχεία της φύσεως ως θεούς.

Δεύτερον, άθεοι είναι οι αιρετικοί, οι οποίοι αρνούνται την θεότητα του Χριστού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Ο Μέγας Αθανάσιος λέγει: «Άθεος εστιν ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός και το Πνεύμα το Άγιον και εις κτίσμα κατασπών». Ώστε αθεΐα είναι «η πολυσχεδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών».

Τρίτον, άθεοι είναι και εκείνοι μεταξύ των Ορθοδόξων που δεν δέχονται τα δόγματα της Εκκλησίας, που είναι όροι της σωτηρίας και αμφισβητούν την αξία των λόγων των αγίων Πατέρων, διότι η αληθινή ευσέβεια είναι το «μη προς τούς θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν». Και φυσικά, όταν φθάνη κανείς στο σημείο να μη παραδέχεται τα δόγματα, που είναι έκφραση της σωτηρίας, η να μη παραδέχεται τούς λόγους των αγίων Πατέρων, δείχνει ότι μέσα του δεν έχει Χαρη, δεν έχει γνώση Θεού. Άρα, όποιος δεν έχει εσωτερική αίσθηση της θείας Χαριτος, όποιος δεν γνωρίζει πως ενεργεί μέσα του η θεία Χαρη και δεν αναγνωρίζει τούς αγίους, δεν διαφέρει από εκείνους που αρνούνται την ύπαρξη του Θεού.

Όλοι οι άνθρωποι αναζητούν συνάντηση με τον Θεο. Και αυτοί ακόμη οι άθεοι φανερώνουν αυτή την αναζήτηση, διότι δεν πολεμά κανείς κάτι που πιστεύει ότι δεν υπάρχει. Όμως γίνεται λάθος στον δρόμο της συναντήσεώς τους με τον Θεο. Πολλοί Τον αναζητούν στα όρια της λογικής επεξεργασίας, άλλοι στα όρια των σωματικών αισθήσεων, όπως ο Θωμάς, και οι περισσότεροι αγνοούν παντελώς το τι είναι Θεός και δεν θέλουν να τον γνωρίσουν.

Οι άγιοι Πατέρες έχουν τονίσει τις προϋποθέσεις της αληθινής Θεογνωσίας. Κατ  ἀρχάς διδάσκουν ότι στον Θεο γίνεται διάκριση ουσίας και ενεργείας. Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, ενώ η ενέργειά Του μεθεκτή. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του, αλλά γνωστός κατά τις ενέργειές Του. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την ορθόδοξη θεολογία.

Έπειτα, η συνάντηση με τον Θεο είναι μια κρίση για τον άνθρωπο. Συνιστά η την αιώνια ζωη του η την αιώνια καταδίκη του. Όπως η παρουσία μας στο δικαστήριο είναι μια κρίσιμη στιγμή, που συνεπάγεται την αθώωση η την φυλάκιση, το ίδιο γίνεται και με την συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεο. Για τον κεκαθαρμένο άνθρωπο ο Θεός γίνεται Φως, ενώ για τον ακάθαρτο γίνεται φωτιά, που τον κατακαίει. Αυτό συμβαίνει στην θεία Κοινωνία. Όταν ο άνθρωπος κοινωνή ανάξια, η θεία Κοινωνία γίνεται «εις κρίμα η εις κατάκριμα», ενώ όταν κοινωνή κατόπιν προετοιμασίας γίνεται Φως.

Αυτό έχει αιώνιες προεκτάσεις. Στην άλλη ζωη όλοι οι άνθρωποι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα δέχωνται την Χάρη του Θεού, αλλά στούς δικαίους θα γίνεται Φως που θα τούς φωτίζει, στούς αμετανοήτους αμαρτωλούς, που δεν θα έχουν όραση πνευματική, θα γίνεται φωτιά που θα τούς κατακαίη. Οπότε, η οδός της θεογνωσίας είναι η οδός της καθάρσεως, της ταπεινώσεως. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε', 8) είπε ο Χριστός.

Η «καλή απιστία» του Θωμά μας βοηθά να βγούμε από την φυλακή της πολυειδούς αθεΐας. Γιατί, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η απλή λογική αποδοχή του Θεού, οι μελέτες γύρω από τον Θεο, χωρίς την εσωτερική ζωη, δεν μας οδηγούν σε κοινωνία με τον Χριστό. Όχι μόνον η περίπτωση του Θωμά, αλλά όλες οι περιπτώσεις των αγίων, που βίωσαν τον Θεο είναι αποδείξεις περί της υπάρξεώς Του. Με την μεταμορφωμένη ζωη τους ομολόγησαν: «Ο Κυριος μου και ο Θεός μου» (Ιω. κ', 28). Υπάρχουν γύρω μας πολλές αποδείξεις της υπάρξεως του Θεού, αρκεί να έχουμε μάτια και αυτιά για να βλέπουμε και να ακούμε.

 

Ο Τοποτηρητής Μητροπολίτης

 

+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου