Ἀγαπητοί μου πατέρες,
Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἄς δοξάσουμε καί ἄς
εὐχαριστήσουμε τόν Ἅγιο Θεό, γιατί μᾶς ἀξίωσε γιά ἄλλη μιά φορά νά
πανηγυρίσουμε τή μνήμη τοῦ μεγάλου Ἀγίου τῶν νεωτέρων χρόνων, τοῦ «προφήτη τοῦ
νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ», τοῦ «Διδάχου τοῦ Γένους», τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Ὁ πατρο-Κοσμᾶς εἶναι γιά τήν
ἡρωϊκή καί ἁγιοτόκο γῆ τῆς Αἰτωλίας καί γιά μᾶς τά τέκνα της, μιά ξεχωριστή
μορφή, ἰδιαίτερα ἀγαπημένη καί σεβαστή. Εἶναι ὁ δικός μας ἄνθρωπος, ὁ ἀδελφός
καί πατέρας μας, ὁ συμπατριώτης μας. Ἀπό τά σπλάγχνα μας προῆλθε ὁ μεγάλος
αὐτός Κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου· ὁ ἀκαταπόνητος Ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας· ὁ Ἀπόστολος
τοῦ Ἔθνους σέ καιρούς πού «ὅλα τά ᾿σκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά».
Εἶναι, λοιπόν, τιμή καί δόξα γιά τόν τόπο μας, πού καυχᾶται γιά τά σπάργανά
του, ὅπως λέγει ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄς δοῦμε, γιά λίγα λεπτά,
ἀδελφοί μου, τή μεγάλη αὐτή ἀποστολική μορφή, γιά νά λάβουμε πολύτιμα διδάγματα
γιά τόν ἀγῶνα μας, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί Ἕλληνες τοῦ 21ου αἰῶνα. Γιατί
ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἰδιαίτερα αὐτός θά
μποροῦσα νά πῶ, δέν εἶναι ἄνθρωπος μόνο τῆς ἐποχῆς στήν ὁποία ἔζησε, ἀλλά ἔχει
λόγο καί παρουσία ζῶσα καί ἐνεργή, «ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον», σέ ὅλους
τούς χρόνους καί τούς καιρούς τοῦ ἐθνικοῦ καί πνευματικοῦ μας βίου.
Ὁ κατά κόσμον Κώνστας γεννιέται
τό 1714. Ὁ ἴδιος σέ μιά Διδαχή του λέγει γιά τήν κατά σάρκα καταγωγή του: «Ἐμένα ἡ πατρίδα μου ἡ γήϊνος, ἡ ματαία,
εἶναι ἕνα χωρίον ὁπού λέγεται Ἀποκοῦρον». Ἐννοεῖ τό Ἀκοκοῦρον τῆς
Ναυπακτίας. Κατά ἄλλους μελετητές βέβαια, καί κυρίως κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν
Ἀγιορείτη, πατρίδα του εἶναι τό χωριό Μέγα Δένδρο Αἰτωλοακαρνανίας. Ὅπως καί νά
ἔχει τό πρᾶγμα, γεννιέται ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, πού φροντίζουν νά μάθει γράμματα
σέ καλές σχολές καί μέ ὀνομαστούς δασκάλους: ἀρχαῖα ἑλληνικά, λατινικά,
φιλοσοφία, θεολογία, ρητορική, ἠθική, μαθηματικά, φυσική, ἀκόμα καί ἰατρική,
στήν ὁποία μάλιστα δείχνει μιά ξεχωριστή προτίμηση.
Τελευταία σχολή, ἀπό τήν ὁποία
ἀποφοιτᾶ τό 1760, εἶναι ἡ Ἀθωνιάδα Σχολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶναι 45 περίπου ἐτῶν
καί ὥριμος πιά, τόσο ἡλικιακά ὅσο καί πνευματικά, κείρεται μοναχός στήν Ἱερά
Μονή Φιλοθέου, παίρνοντας τό μοναχικό ὄνομα «Κοσμᾶς». Δεκαεπτά χρόνια παραμένει
στήν ἡσυχία, ἀσκούμενος, προσευχόμενος, καλλιεργώντας στήν ψυχή του τά ἄνθη τῶν
ἀρετῶν, ἰδιαιτέρως τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του. Αὐτό πού
ἀπασχολεῖ τή σκέψη του, αὐτό γιά τό ὁποῖο προσεύχεται μέ δάκρυα καί πόνο, εἶναι
τό σκλαβωμένο Γένος του, οἱ ἀδελφοί χριστιανοί, πού ὑποφέρουν κάτω ἀπό τόν ζυγό
ἑνός βάρβαρου καί ἀλλόθρησκου κατακτητῆ. Τότε παίρνει τίς μεγάλες καί γενναῖες
ἀποφάσεις, αὐτές πού μόνο μεγάλες καρδιές μποροῦν νά πάρουν. Νά πῶς περιγράφει
ὁ ἴδιος τήν ἀπόφασή του νά ἐργαστεῖ ἱεραποστολικά γιά τούς ὑπόδουλους Ἕλληνες:
«Πόθεν παρακινήθηκα, ἀδελφοί μου, διά νά βγῶ καί νά κηρύξω, θέλω νά σᾶς
τό φανερώσω. Μελετώντας τό Ἅγιον καί Ἱερόν Εὐαγγέλιον, σιμά εἰς τά ἄλλα εὗρον
καί τοῦτον τόν λόγον ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας. Πώς δέν πρέπει κανένας Χριστιανός, ἄνδρας ἤ γυναῖκα, νά
φροντίζει διά τόν ἑαυτόν του μόνον. Ἀλλά νά φροντίζει καί διά τούς ἀδελφούς του
νά μήν κολασθοῦν. Ἀκούγοντας καί ἐγώ, ἀδελφοί μου, τοῦτον τόν γλυκύτατον λόγον
ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, μ᾿ ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τήν καρδίαν μου,
ὡσάν τό σκουλήκι ὁπού τρώγει τό ξύλον. Ἔτσι συμβουλεύθηκα τούς πνευματικούς μου
τούς πατέρας, ἀρχιερεῖς, πατριάρχας, καί ὅλοι μέ ἐπαρεκίνησαν νά τό κάμω. Καί
μοῦ εἶπαν, τέτοιον ἔργον καλόν καί ἅγιον εἶναι. Ὅθεν ἄφησα τήν ἰδικήν μου
προκοπήν καί ἐβγῆκα νά περιπατῶ ἀπό τόπον εἰς τόπον. Νά διδάσκω τούς ἀδελφούς
μου».
Νά, λοιπόν, τό πρῶτο κυρίαρχο
χαρακτηριστικό τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου. Μέ τήν εὐλογία τῶν πνευματικῶν του
πατέρων, τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, γίνεται πεζοπόρος τοῦ Θεοῦ, ἱεραπόστολος. Τό
κήρυγμά του ἁπλό, χωρίς ρητορικά σχήματα, κατεβαίνει στό ἐπίπεδο τῶν ἀκροατῶν
του. Τούς μιλᾶ ὡς ἄνθρωπος πρός ἄνθρωπο, ὡς ἀδελφός πρός ἀδελφό. Παράλληλα, ἡ
ἁγία καί ἀσκητική του ζωή, μέ τά θαυμαστά καί παράδοξα πού ἐπιτελοῦνται μέ τόν
λόγο καί τήν προσευχή του, γίνεται ἡ καλύτερη συνήγορος τῆς ἀλήθειας τῶν
κηρυττομένων.
Τέσσερις φορές περιοδεύει στήν
Ἀλβανία, στή Μακεδονία, στή Θεσσαλία, στή Στερεά Ἑλλάδα, στή Ναύπακτο, στήν
Ἤπειρο, στό Γαλαξείδι, στό Ἀγρίνιο, στό Μεσολόγγι, σέ ὅλη τήν Αἰτωλοακαρνανία, στήν
Κέρκυρα, στήν Κεφαλλονιά, στή Λευκάδα, στή Ζάκυνθο, στή Σκιάθο, στή Σκόπελο καί
ἀλλοῦ. Νύχτα, μέρα, χειμῶνα, καλοκαίρι, σέ βροχές καί καταιγίδες, στά φοβερά
χιόνια τῆς Πίνδου, τοῦ Ὀλύμπου, τῆς Χειμάρρας, τῆς Κρόγιας, τῆς Καστοριᾶς, τοῦ
Μοναστηριοῦ, τῶν Χασίων, τοῦ Βέρμιου, τοῦ Γράμμου, τοῦ Βάλτου, τῶν Ἀγράφων,
περπατᾶ ἀκούραστος, μέ ἕνα σκοπό καί μία σκέψη: τήν πνευματική, ἠθική καί
ἐθνική ἀνύψωση τοῦ Γένους του.
Ὅπου κι ἄν πηγαίνει, στήνει
ἕναν Σταυρό καί ἐκεῖ κηρύττει τόν
Χριστό. Ὁ ἁπλός ἀλλά προφητικός λόγος του ἔχει χάρη Θεοῦ καί γι᾿ αὐτό
ἀνασταίνει νεκρωμένες συνειδήσεις· ἀνοίγει ὀρίζοντες· χαράζει δρόμους· ἡμερώνει
ἀγρίους· καταπραΰνει ληστές· κάνει ἐλεήμονες τούς ἀσπλάγχνους, εὐλαβεῖς τούς
ἀνευλαβεῖς, μετανοημένους τούς ἀγροίκους καί ἀμαθεῖς· συμφιλιώνει ἀνδρόγυνα·
διεφθαρμένες γυναῖκες μεταστρέφει στήν ἐγκράτεια· ὁδηγεῖ στήν ἐξομολόγηση, στή
νηστεία, στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων· πολεμᾶ τήν
πορνεία· διδάσκει γιά τή μεγάλη ἀξία τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, τήν
ἱερότητα τοῦ γάμου καί τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων· ἐπιμένει στήν σημασία τῆς
ἀγάπης καί τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ, στήν περίθαλψη τῶν πτωχῶν, τῶν ὀρφανῶν, τῶν
παιδιῶν· ὑποστηρίζει τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς καί τονίζει τή μεγάλη σημασία τοῦ
ἐκκλησιασμοῦ· ἀνακόπτει τούς ὁμαδικούς ἐξισλαμισμούς σέ ἐποχές πού ὁλόκληρα
χωριά, μαζί μέ τόν παπᾶ τους, ἐξισλαμίζονταν· στήνει ὅπου βρεθεῖ ἱερές
κολυμβῆθρες, τελεῖ βαπτίσεις, εὐχέλαια, παρακλήσεις, Θεῖες Λειτουργίες· σκορπᾶ
στόν βασανισμένο λαό τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δίκαια ἡ
Ἐκκλησία τοῦ ἀπονέμει τόν τίτλο ὄχι ἁπλῶς τοῦ ἱεραποστόλου, ἀλλά τοῦ
Ἰσαποστόλου!
Τό δεύτερο χαρακτηριστικό του,
ὁ δεύτερος τίτλος καί τό εὔσημο τοῦ ταπεινοῦ Πατροκοσμᾶ: Ἐθναπόστολος! Γίνεται
ὁ Ἅγιος τῶν Πανελλήνων, πού κρατᾶ τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς φυλῆς. Πῶς; διά τῆς
μαθήσεως τῶν γραμμάτων.
Σέ ὅποια περιοχή κηρύττει τόν
Χριστό, τονίζει συνάμα καί τήν ἀνάγκη καί τήν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας· μιᾶς
παιδείας χριστοκεντρικῆς καί ἀνθρωποπλαστικῆς. Βροντοφωνάζει: «Διά νά γνωρίζετε τόν πραγματικό δρόμο τοῦ
Θεοῦ πρέπει νά μαθαίνετε γράμματα. Δέν μαθαίνονται ὅμως τά γράμματα χωρίς
σχολεῖα. Διά τοῦτο σᾶς συμβουλεύω νά κάμετε γρήγορα σχολεῖο. Ἐκεῖ γυμνάζεται ὁ
ἄνθρωπος καί μανθάνει τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἅγιος, τί ἄγγελοι, τί δαίμονες,
τί κακία, τί ἀρετή. Τό σχολεῖο φωτίζει τούς ἀνθρώπους. Ἀνοίγει τά μάτια τῶν
Χριστιανῶν, διά νά ἠμποροῦν νά διαβάζουν τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί νά μανθάνουν τάς
ἐντολάς τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος ἀγράμματος, ξύλο ἀπελέκητο. Δέν βλέπετε ὅτι μέ τήν
ἀγραμματοσύνη ἀγρίεψε τό Γένος μας καί ἐγίναμε ὡσάν θηρία;».
Θέλει, λοιπόν, ὁ Πατροκοσμᾶς τά
σχολεῖα, ὡς περισσότερο ἀναγκαῖα ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Θέλει τά σχολεῖα
θερμοκήπια ἀρετῆς καί χριστιανικῆς ζωῆς. Λέγει ξεκάθαρα: «Τά σχολεῖα τά φτιάχνω, διότι ἀνοίγουν τίς ἐκκλησίες καί ἀνοίγουν τά
μοναστήρια». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι γεμίζουν οἱ ἐκκλησίες καί τά
μοναστήρια, ὄχι ἀπό χριστιανούς «τουρίστες», ἀλλά ἀπό χριστιανούς πού ξέρουν
γιατί πηγαίνουν στίς ἐκκλησίες καί στά μοναστήρια· ἀπό χριστιανούς πού
γνωρίζουν νά βάζουν στόν μῦλο τοῦ νοῦ τους τό καθαρό σιτάρι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ
καί τῆς προσευχῆς, καί μέ αὐτά ἀρχίζουν καί τελειώνουν τήν ἡμέρα τους. Ὅταν
αὐτά δέν ἀλέσει ὁ μῦλος τοῦ νοῦ, τότε ἀναγκαστικά ἀλέθει κάθε τί ἐφάμαρτο,
ἀλέθει πνευματική κοπρία καί δυσωδία, ἀχρηστεύεται καί γίνεται δοχεῖο κάθε
ἀκαθάρτου καί βδελυροῦ νοήματος.
Εἶναι ἀξιομνημόνευτο ὅτι στό
Λοῦρο Πρέβεζας, μετά ἀπό κήρυγμά του καί ἀπό παρακίνησή του γιά τό κτίσιμο
σχολείου, Τοῦρκοι ἀξιωματοῦχοι τῆς περιοχῆς προσφέρουν χρήματα, γιά νά κτιστεῖ
ἑλληνικό σχολεῖο. Αὐτό δείχνει τί εἶναι γιά Ἕλληνες καί Τούρκους ὁ Πατροκοσμᾶς.
Ὁ ἴδιος, σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του, ἱδρύει συνολικά 1100 Κατώτερα καί 210
Ἀνώτερα σχολεῖα.
Ἐκτός ἀπό Ἰσαπόστολος καί
Ἐθναπόστολος, ὁ Ἅγιος εἶναι καί Θαυματουργός καί Προφήτης. Σημεῖα καί τέρατα
συνοδεύουν τίς Διδαχές του, πού γιγαντώνουν μέσα στίς ψυχές τῶν χριστιανῶν τήν
πίστη πώς ἡ θρησκεία τους εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή καί ζωντανή θρησκεία. Καί οἱ
προφητεῖες του, πολλές καί καταπληκτικές, ἄλλες ἐκπληρώθηκαν μέχρι στιγμῆς κατά
γράμμα, ἐνῶ ἄλλες ἀναμένουν τήν ἐκπλήρωσή τους, στόν κατάλληλο χρόνο καί καιρό.
Ἰδιαιτέρως οἱ προφητεῖες του
γιά τό «ποθούμενο», ὅπως λέγει συνθηματικά, τή λευτεριά τῆς πατρίδος δηλαδή,
πού ὁ Ἅγιος τή βλέπει νά ἔρχεται μέ τά προφητικά του μάτια, αὐτές οἱ προφητεῖες
συνεγείρουν καί συγκλονίζουν τό
Πανελλήνιο· σταλάζουν στίς πικραμένες καί ἀποθαρρυμένες ἀπό τά βάσανα τῆς
σκλαβιᾶς ἑλληνικές ψυχές τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα· τόν καθιστοῦν Ἄγγελο τῆς
λευτεριᾶς, τόν σπουδαιότερο Πρόδρομο τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας. Ὁ θρύλος
του, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλου ἡρωϊκοῦ καί ἁγίου ἀναστήματος τῶν χρόνων τῆς
Τουρκοκρατίας, παραμένει χαραγμένος βαθειά στίς ψυχές τῶν χριστιανῶν μέχρι τίς
μέρες μας. Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ λόγος ἑνός ἑκατοντάχρονου γέροντα, τροφίμου
τοῦ Γηροκομείου Ἰωαννίνων στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνα. Τόν ρωτοῦν τί χαράχτηκε
βαθύτερα στήν ψυχή του, ἀπό ὅσα εἶδε καί ἔζησε στήν πολύπειρη καί μακρόχρονη
ζωή του· καί ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «ὅταν μικρός ἄκουσα τή διδαχή του πατρο-Κοσμᾶ καί
φίλησα τό χέρι του».
Καί ἕνα ἀκόμη μεγάλο πνευματικό χαρακτηριστικό
τῆς ὁσιακῆς καί ἀποστολικῆς αὐτῆς μορφῆς: Ἱερομάρτυς! Ὅπως συνέβη καί μέ τούς Ἀποστόλους, ἔλαβε καί
ὁ Ἅγιός μας τόν καλλίνικο στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ὡς ἐπισφράγισμα τῆς ὁλόψυχης
ἀφοσίωσής του στόν Χριστό, ὡς ἐπιστέγασμα ὅλου τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ἔργου. Ἄς
ἀκούσουμε τόν πρῶτο βιογράφο του νά μᾶς διηγεῖται τό ἔνδοξο μαρτύριό του:
«Κήρυττε ὁ φλογερός καλόγερος, ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Κούρτ πασᾶ τόν
πλησίασαν. Τά πλήθη σάστισαν καί ἀποτραβήχτηκαν. Ἀλλά ὁ Κοσμᾶς ἀτάραχος καί
γαλήνιος, σάν νά πήγαινε σέ χαρά καί ξεφάντωση, ἀκολούθησε τούς δημίους του.
Εἶχε καταλάβει τή σημασία τῆς συλλήψεως καί δόξασε τόν Θεό, γιατί τόν ἀξίωσε νά
χύσει τό αἷμα του, σάν μάρτυρας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως τόσες φορές εἶχεν εὐχηθεῖ.
Τόν ἔκλεισαν στό δεσμωτήριο καί πέρασε ὅλη τή νύχτα ψάλλοντας χαρούμενα
τροπάρια καί ὑμνωδίες, χωρίς νά δείξει κανένα σημεῖον λύπης. Τήν αὐγή τόν πῆραν
λέγοντας ὅτι θά τόν ὁδηγήσουν στόν Κούρτ πασᾶ. Ἀλλά στόν δρόμο σταμάτησαν στή
θέση Μπουγιαλῆ κοντά στόν Ἄψο ποταμό καί ἐκεῖ τόν πρόσταξαν νά ἑτοιμαστεῖ.
Γονάτισε καί εὐχήθηκε στόν Θεό, ὅτι διά τήν ἀγάπην Του θυσιάζεται. Ὕστερα
σηκώθηκε καί εὐλόγησε τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὀρίζοντα. Οἱ δήμιοι τόν ἐκάθισαν
κοντά εἰς ἕνα δένδρον καί ἠθέλησαν νά τοῦ δέσουν τά χέρια, ἀλλά ἐκεῖνος δέν
τούς ἄφησε λέγοντάς τους ὅτι δέν ἀντιστέκεται. Ἔπειτα ἀκούμβησε τήν ἱεράν του
κεφαλήν εἰς τό δένδρον καί οὕτω τόν ἔδεσαν ἀπό τόν λαιμόν μέ ἕνα σχοινί καί
εὐθύς μόνον πού τό ἔσφιξαν, ἐπέταξε τό θεῖον του πνεῦμα εἰς τά οὐράνια, ὄντας
εἰς ἡλικίαν ἑξήντα πέντε χρόνων. Τό δέ τίμιον αὐτοῦ λείψανον γυμνώσαντες οἱ
δήμιοι τό ἔσυραν καί τό ἔρριψαν εἰς τόν ποταμόν μέ μίαν μεγάλην πέτραν εἰς τόν
λαιμόν. Τήν νύχτα ἕνας εὐσεβής ἐμβαίνοντας εἰς ἕνα μονόξυλον καί κάνοντας τόν
σταυρόν του, ἐπῆγε διά νά ἐρευνήσει καί παρευθύς βλέπει τό λείψανον ὅπου ἔπλεε
ἐπάνω εἰς τό νερόν. Ὅθεν τρέχει καί ἀγκαλιάζει καί τό ἐβγάζει ἀπό τόν ποταμόν
καί ἐνδύσας αὐτό μέ τό ράσον του τό ἔφερεν εἰς τήν ἐκκλησίαν τῆς Θεοτόκου καί
τό ἐνταφίασεν ἐν τῷ νάρθηκι τῆς αὐτῆς ἐκκλησίας ἐν τῷ χωρίῳ Κολικόντασι.
Τόν
ἐσκότωσαν τό 1779, Αὐγούστου 24, ἡμέρα Σάββατον».
Αὐτός εἶναι, ἀδελφοί μου, ὁ μεγάλος
Ἅγιός μας. «Ἁγιάνθρωπο» καί «ἁγιοδάσκαλο» τόν φώναζαν. Ἰσαπόστολος,
Ἐθναπόστολος, Θαυμα-τουργός, Προφήτης, Ἱερομάρτυς. Ἀναγεννητής καί παρηγορητής
τοῦ σκλαβωμένου λαοῦ, διδάχος τοῦ Γένους, κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους,
καύχημα τῆς πατρίδας, κλέος τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, πού ἔχει τή μεγάλη εὔνοια
παρά Θεοῦ νά εἶναι ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα του. Καυχᾶται ὁ τόπος μας, καυχόμαστε
καί ἐμεῖς γιά τόν συμπατριώτη μας. Ἀλλά τί σημαίνει καύχησις; Ὁ ἀείμνηστος
προκάτοχός μας κυρός Θεόκλητος μᾶς λέγει πώς οἱ Ἅγιοι δέν θέλουν ἁπλῶς νά
καυχώμεθα, θέλουν νά τούς μιμούμεθα. Καί μίμησις ἐν προκειμένῳ σημαίνει
ἱεραποστολή. Τό Γένος μας ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη νέων φλογερῶν ἱεραποστόλων. Θά
ἐξέλθουν ἀπό τήν σημερινή Ἑλλάδα καί μάλιστα ἀπό τήν Αἰτωλοακαρνανία νέοι
Κοσμᾶδες; Αὐτό θά ἦταν ἡ μεγαλύτερη τιμή καί δόξα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ!
Ἄς ἀγωνιστοῦμε, ἀδελφοί μου, νά
φανοῦμε ἀντάξιοι ἑνός τέτοιου συμπατριώτου μας, μιμούμενοι κατά δύναμιν τό ἅγιο
παράδειγμά του, τήν ὁσία βιοτή του, τόν ἱεραποστολικό πύρινο ζῆλο του, τήν
ἀφοσίωσή του στόν Χριστό, τήν ἀγάπη του γιά τήν πατρίδα. Καί ἄς προσπαθήσουμε
νά τηρήσουμε τίς διδαχές του, πού πάντα θά δίνουν κατευθυντήριες γραμμές στήν
πορεία μας ὡς χριστιανῶν, κι ἄς ἔχουν περάσει πάνω ἀπό διακόσια χρόνια ἀπό τή
μαρτυρική του τελείωση.
Μέ τόν δικό του λόγο θά
κλείσουμε, πού εἶναι μιά εὐχή του πρός ὅλους μας:
«Δέν εἶμαι ἄξιος, ἀδελφοί μου, νά σᾶς διδάσκω καί νά σᾶς συμβουλεύω,
πλήν ἀποτολμῶ καί παρακαλῶ τόν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦν Χριστόν καί Θεόν νά
στείλει οὐρανόθεν τήν χάριν καί τήν εὐλογίαν του, νά εὐλογήσει καί αὐτήν τήν
χώραν καί ὅλα τά χωρία τῶν χριστιανῶν, νά εὐλογήσει τά σπίτια σας καί τά
πράγματά σας καί τά ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καί πρῶτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νά
εὐσπλαγχνιστεῖ ὁ Κύριος, νά συγχωρήσει τά ἁμαρτήματά σας καί νά σᾶς ἀξιώσει νά
περάσετε ἐδῶ καλά, εἰρηνικά, ἠγαπημένα καί εἰς αὐτήν τήν ματαίαν ζωήν, καί μετά
ταῦτα νά πηγαίνετε εἰς τόν παράδεισον, εἰς τήν πατρίδα μας τήν ἀληθινήν, νά
χαίρεσθε καί νά εὐφραίνεσθε, νά δοξάζετε, νά προσκυνεῖτε Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον
Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Ἀμήν.