Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

Ένας άνθρωπος, η μέριμνα πασών των Εκκλησιών *


Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Σισανίου και Σιατίστης κ. ΠΑΥΛΟΥ



Όσο περισσότερο κανείς πλησιάζει τον Απόστολο Παύλο και μελετά την πορεία του και την ζωή του, τόσο περισσότερο εκπλήσσεται από αυτήν την μοναδική προσωπικότητα που σφράγισε με την παρουσία του όχι μόνο τη ζωή της Εκκλησίας αλλά και του κόσμου.

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος στην προσωπικότητα του παρατηρεί χαρακτηριστικά: «Τι ποτέ έστιν άνθρωπος και όση της φύσεως της ημετέρας η ευγένεια και όσης έστι δεκτικόν αρετής το ζώον τουτί, έδειξε μάλιστα πάντων ανθρώπων ο Παύλος».

Δεν είναι εύκολο λοιπόν να μιλήσει κανείς δια αυτό το σκεύος της εκλογής του Θεού. Ο ιερός υμνωδός της Εκκλησίας δικαίως διερωτάται.

«Ποίοις πνευματικοίς άσμασιν ανυμνήσωμεν τον θείον Παύλον», αυτόν ο οποίος ως τανυπτέρυξ αετός διέτρεξε άπασαν την γην και δια του λόγου της αληθείας οδήγησεν εις την υπακοήν του Χριστού πάντα τα έθνη;

«Ποίοις υμνωδών κάλλεσιν ανυμνήσωμεν» τον ουράνιον άνθρωπον, το σκήνωμα της σοφίας, το μέγα όργανον του θείου Πνεύματος, τον Απόστολον των Εθνών τον σοφόν διδάσκαλον και λαμπρόν θεορρήμονα των υψηλών μυστηρίων και δογμάτων;

Μέγας ο Θείος Απόστολος, ακόμη και ει τους χρόνους της αγνοίας. Άνθρωπος τω πνεύματι ζέων, ο οποίος μπορεί μεν καθ’ υπερβολήν να εδίωκε την Εκκλησίαν του Χριστού, το έπραττεν όμως εξ αγαθής συνειδήσεων συνειδήσεως.

Αλλ’ ήλθεν η ώρα της μεγάλης μάχης. Ήλθεν η ώρα της πάλης με τον Θεόν. Εκεί εις την είσοδον της Δαμασκού αυτός ο άνδρας θα ζήση την μοναδικήν εμπειρίαν της ζωής του. Αυτός ο τόσον βέβαιος και τόσον δυνατός θα ζήση την έσχατη αδυναμία αλλά και θα αποκτήση την μοναδική γνώση που θα γίνει η πηγή της ακαταβλήτου δυνάμεώς του. Ένα φως υ6πέρ τον ήλιον λαμπρόν τον τυφλώνει ένα ερώτημα του αναστατώνει τη ζωή. «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Ένα ερώτημα συγκλονιστικόν αφού την ιδίαν στιγμήν αποδεικνύει την ύπαρξιν του ερωτώντος. Δειλό το απαντητικόν ερώτημα: Ποιός είσαι Κύριε εσύ τον οποίον εγώ διώκω» και η απάντησις μοναδική η οποία σφραγίζει πλέον την ζωή του ολόκληρον: «Εγώ ειμί Ιησούς, ον ου διώκεις».

Μπορεί ακόμη τα μάτια του να είναι κλειστά, η ψυχή του όμως είναι πλέον γεμάτη φως. Όταν αργότερα ερμηνεύοντας την καταπληκτική ζωή του, την υπέρβαση των ορίων της ανθρωπίνης αντοχής θα γράφη το «πάντα ισχύω εν των ενδυναμούντι με Χριστώ», ασφαλώς θεμέλιο αυτής της απάντησης θα είναι το όραμα της Δαμασκού. Από την μοναδική συνάντηση απέκτησε αυτήν την ακατάβλητον δύναμιν.

Όταν, αργότερα θα λέγη «πάντα ηγούμαι σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδίσω» ασφαλώς το όραμα της Δαμασκού είναι εκείνο το οποίον του έχει αποκαλύψει την ευτέλεια και των πιο σπουδαίων πραγμάτων μπροστά στην μοναδική γνώση την γνώση του Ιησού Χριστού σ’ εκείνη την μοναδική συνάντηση.

Από εκείνη τη στιγμή ο πρώην διώκτης χαρίζεται στην Εκκλησία γίνεται το σκεύος της εκλογής το όργανον της σωτηρίας για όλο τον κόσμο.

Ένας από τότε ο στόχος του. Ο Ευαγγελισμός. Απόλυτος ο αφορισμός του «ουαί μοι εάν μη ευαγγελίζωμαι». Αρχίζει η μεγάλη σπορά.

Χωράφι όλος ο τότε κόσμος. Ποιά σπορά όμως είναι εύκολη: Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για την σπορά του λόγου του Θεού. Όταν πρόκειται για την καλλιέργεια χωραφιών που έχουν πετρώσει από την έλλειψη της θείας χάριτος. Όταν πρόκειται για μάχη όχι προς σάρκα και αίμα, αλλά προς τις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου.

Όποιος όμως σε τέτοιες μάχες είναι αποφασισμένος να κερδίση πρέπει να είναι πιο δυνατός κι από τον θάνατο. Ο μεγάλος Απόστολος έχει ετοιμάσει τον εαυτό του: «Χριστώ συνεσταύρωμαι ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός ο δεν νυν ζω εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού του αγαπήσαντος με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού».

Αυτή η μεγάλη αγάπη του Θεού έχει αιχμαλωτίσει τον Παύλο. Αυτή η αγάπη είναι η ζωή του. Όταν έχεις ένα τέτοιο Θεό δεν έχεις άλλη επιλογή από το να πεθάνεις για σένα και να ζης μόνον γι’ Αυτόν που σε αγάπησε. Αυτή η αγαπητική σχέση αυτός ο θείος έρωτας που ζει ο απόστολος από την ημέρα εκείνη της Δαμασκού, τον κάνει να είναι έξω από κάθε θάνατο και ταυτόχρονα η κινητήρια δύναμη όλης της ζωής του. Ο λόγος του είναι φοβερός και αφοπλιστικός. «Εμοί το ζην Χριστός και αποθανείν κέρδος»

Ποιός λοιπόν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού: Θλίψις, στεναχώρια,
κίνδυνος, θάνατος. Η απάντηση και πάλι δική του: «λογίζομαι ότι ούτε ενεστώτα, ούτε μέλλοντα, ούτε κτίσις τις ετέρα δυνήσονται ημάς χωρήσαι από της αγάπης του Θεού».

Με αυτές τις προϋποθέσεις ο Παύλος αφού ξεκίνησε στην αρχή από το περιβάλλον των αδελφών του των κατά σάρκα θα πορευθεί εν συνεχεία προς τα έθνη. Ανατολή και Δύση. Βορράς και Νότος θα γνωρίσουν την θερμουργό παρουσία του. Σε αυτόν τον παγκόσμιο αγρό θα σπείρη τον θείο λόγο ο μεγάλος σπορεύς.

Η πορεία του καθόλου ανέφελη. Την περιγράφει ο ίδιος: «Εν κόποις περισσοτέρως, εν πληγαίς υπερβαλλόντως».

Ποιός στ’ αλήθεια θα μπορέση επάξια να διηγηθή τα κατά πόλιν δεσμά και τα θλίψεις του; Ποιός θα παραστήση τους αγώνας και τους κόπους τους όποιους εκοπίασε κηρύττων το Ευαγγέλιον του Χριστού; Ποιός θα διηγηθή τους μόχθους, τας αγρυπνίας, τα εν λιμώ και δίψει κακοπαθείας, τα εν ψυχή και γυμνότητι, την σαργάνην, τους ραβδισμούς, τους λιθασμούς, τον βυθόν, τα ναυάγια;» Έπος πνευματικό η ζωή του ολόκληρη. Τα πάντα υπέμεινε δια της δυνάμεως του Χριστού. Στόχος του: «Ίνα πάντας κερδήση και Χριστώ προσαγάγη την Εκκλησίαν».

Τελικά θα φθάση εις την Ρώμην, έτοιμος να μαρτυρήση δια τον Χριστόν, δι’ αυτόν ον ηγάπησε η καρδία του. Έχει συναντήσει πολλές φορές μέχρι τότε τον θάνατο και δεν το φοβήθηκε. Είναι φθινόπωρο του 67 μ. Χ. και η τελική δίκη του είναι επί θύραις. Η πορεία του δια την βασιλείαν των ουρανών έχει δρομολογηθή. «Εγώ γαρ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε». Ηγωνίσθη τον καλόν αγώνα, ολοκλήρωσε την πορεία του, ετήρησε την πίστιν, αναμένει την μεγάλη συνάντησιν, τον στέφανον της δικαιοσύνης.

Ο Παύλος δεν είναι μόνον ο μέγας και απαράμιλλος διδάσκαλος αλλά ταυτόχρονα ο υπέροχος ποιμήν με μία μοναδική ποιμαντική αγωνία που συγκλονίζει. Δεν ιδρύει μόνον Εκκλησίες, αλλά και τις παρακολουθεί. Άλλοτε γράφει επιστολές για να διευθετήσει προβλήματα. Γνωρίζει ότι ο διάβολος θα σπείρη ζιζάνια. Ακόμη και τον χρόνο που είναι φυλακισμένος αξιοποιεί, γράφοντας επιστολές. Όπου ο δέσμιος εν Κυρίω άλλοτε παρακαλεί, άλλοτε επαινεί και άλλοτε επιπλήττει: «τις υμάς εβάσκανε τη αληθεία μη πείθεσθαι», θα ερωτήση τους Γαλάτας.

Με αγωνία παρακαλεί τους ποιμένες, τους οποίους κατά τόπους εγκατέστησε, να προσέχουν «εαυτούς και παντί τω ποιμνίω».

Υποθήκες αιώνιες θα παραμείνουν οι λόγοι της πεπυρωμένης από αγάπην καρδίας του, άλλοτε μεν όταν εύχεται να γίνει αυτός κατάρα υπέρ των αδελφών του των κατά σάρκα και άλλοτε όταν διερωτάται και ερωτά: «τις ασθενεί και ουκ εγώ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι: η επισύστασίς μου η καθ’ ημέραν, η μέριμνα πασών των Εκκλησιών». Ένας άνθρωπος, η μέριμνα πασών των Εκκλησιών.

Δικαιολογημένα ο ιερός Χρυσόστομος ζητά να ίδη έστω και την κόνιν της καρδίας του Παύλου:

«Ποιός θα ηδύνατο να μου δείξη την κόνιν της καρδίας του Παύλου, της καρδίας εκείνης η οποία εφλογίζετο από την πίκραν δια κάθε ένα εξ εκείνων οι οποίοι παρεσύροντο εις την απώλειαν, η οποία δια δευτέραν φοράν πονούσε δια τας αποτυχίας των πνευματικών του τέκνων; Την καρδίαν αυτήν επεθύμουν να ίδω έστω και διαλυμένην, η οποία απεδείχθη υψηλότερα των ουρανών, ευρυχωροτέρα από την οικουμένη ολόκληρον, λαμπρότερα από τας ηλιακάς ακτίνας, θερμότερα από την οικουμένην ολόκληρον, λαμπρότερα από τας ηλιακάς ακτίνας, θερμοτέρα από το πυρ, στερεωτέρα από τον αδάμαντα, η οποία έζησε μίαν νέαν παράδοξον ζωήν, διαφορετικήν από την ιδικήν μας. Διότι ο ίδιος λέγει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Άρα η καρδία του Χριστού ήτο καρδία του Παύλου και πλαξ του Αγίου Πνεύματος και βιβλίον της χάριτος. Την καρδίαν η οποία ηγάπησεν τον Χριστόν, όσον δεν τον ηγάπησεν ουδείς άλλος την καρδίαν η οποία περιεφρόνει την κόλασιν και τον θάνατον, η οποία όμως συνετρίβετο από τα αδελφικά δάκρυα. Διότι λέγει: «Τι ποιείτε κλαίοντες και συνθρύπτοντές μου την καρδίαν» (Πραξ. 21.13)» .

Άλλα και εις άλλο σημείον ο ιερός Χρυσόστομος έκθαμβος σχολιάζει: «Και γαρ ώσπερ την οικουμένην άπασαν γεννήσας αυτός, ούτως εθορυβείτο, ούτως έτρεχε, ούτω πάντας εσπούδαζεν εισαγαγείν εις την βασιλείαν θεραπεύων, παρακαλών, υπισχνούμενος, ευχόμενος, ικετεύων τους δαίμονας φοβών τους διαφθείροντας ελαύνων δια παρουσίας δια γραμμάτων, δια ρημάτων, δια πραγμάτων, δια μαθητών, δι’ εαυτού τους πίπτοντας ανορθών, τους εστώτας στηρίζων, διεγείρων τους χαμαί κειμένους, θεραπεύων τους συντεντριμένους, αλείφων τους ραθυμούντας, φοβερόν εμβόων επί τους εχθρούς, δριμύ βλέπων επί τοις πολεμίοις, καθάπερ τις στρατηγός, η άριστος ιατρός, αυτός σκευοφόρος, αυτός υπασπιστής, αυτός υπερασπιστής, αυτός παραστάτης, αυτός πάντα γινόμενος τω στρατοπέδω και ουκ εν τοις πνευματικοίς μόνον, αλλά και εν τοις σαρκικοίς πολλήν την πρόνοιαν επεδείκνυτο, πολλήν την σπουδήν» (Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Εγκώμιον εις τον άγιον Απόστολον Παύλον, λόγος γ 3).

Η πατρίδα μας είχε την μεγάλη ευλογία να έχει τον απόστολον Παύλον ως τον κύριον απόστολου και ευαγγελιστή της. Πολλές από τις πόλεις της τις επεσκέφθη προσωπικά, εκήρυξε το Ευαγγέλιον και ίδρυσε τις κατά τόπους Εκκλησίες. Σε κάποιες από αυτές τις Εκκλησίες έγραψε τις θαυμαστές επιστολές του. Είναι όντως Παύλειος η Εκκλησία μας. Αυτό είναι μία μεγάλη ευλογία και μία μεγαλυτέρα ακόμη ευθύνη. Έχοντες ένα τοιούτου μεγέθους πνευματικόν διδάσκαλον καλούμεθα διαρκώς να αγωνιζώμεθα ώστε «όγκον αποθεμένοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν δι’ υπομονής να τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν».



* Δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα «Απόστολος Παύλος, ο Πρώτος μετά τον Έναν» του 7ου τεύχους του Περιοδικού «ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου