Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

Σκεύος εκλογής *


Του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου
Κυρηνείας κ. ΠΑΥΛΟΥ



Κατά την στιγμή της κλήσεως του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, όταν «καθ’ υπερβολήν εδίωκεν την Εκκλησίαν και επόρθη αυτήν και προέκοπτεν εν τω Ιουδαϊσμώ» (Γαλ. 1, 13-14), τυφλώθηκαν τα μάτια του σώματός του με το υπερβολικό φως και άνοιξαν οι οφθαλμοί της ψυχής του. Στην πορεία του προς Δαμασκό για την καταδίωξη των Χριστιανών ο φοβερός διώκτης των Χριστιανών Σαύλος είδε εν οράματι τον ίδιο τον Χριστό. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης έρριψε τότε τις ακτίνες Του στην όρασή του, και αφού τύφλωσε τους εξωτερικούς οφθαλμούς του σώματός του, άνοιξε τους νοητούς οφθαλμούς της ψυχής του. Η θεία αυτή αποκάλυψη του Χριστού κατ τη στιγμή της κλήσεως του Θείου Παύλου, άλλαξε ριζικά τη ζωή του. Η θαυμαστή αυτή αλλοίωση τον κατέστησε κατοικητήριο του Θεού, δοχείου της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος και «σκεύος εκλογής» (Πραξ. 9,15). Από σκληρός διώκτης του Χριστού μετεβλήθη σε ένθερμο κήρυκα του Ευαγγελίου έχοντας πλήρη συνείδηση ότι την εντολή αυτή έλαβε όχι από άνθρωπο, αλλά «δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. 1, 12). Το φοβερό μίσος εναντίον της Εκκλησίας μετατράπηκε σε πραγματική αγάπη υπέρ αυτής. Με τη θαυμαστή αυτή μεταβολή, η οποία οφείλεται στην υπερφυσική ενέργεια της Θείας Χάριτος, τη δύναμη της οποίας ομολογεί, «Χάριτι δε Θεού ειμί ο ειμί» (Α Κόρ. 15, 10), απέκτησε τον ένθεο πλέον ζήλο και τον ιερό ενθουσιασμό και ξεχύθηκε με μεγάλη ορμή ως χείμαρρος παρασύρων τις κακοδοξίες.

Η φλογερή αγάπη του προς τον Χριστό μετέτρεψε ολόκληρη την ύπαρξή του σε φλόγα πυρός. «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις η στεναχώρια, η διωγμός, η λιμός, η κίνδυνος, η μάχαιρα;» (Ρωμ. 8,35). Η αγάπη του Χριστού ήταν η ζωή του, το κόσμημά του, ο θησαυρός του η μοναδική χαρά του. «Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος»(Φιλίπ. 1,21) ήταν το διαρκές σύνθημά του. Είχε βαθειά συναίσθηση ότι ζει εν Χριστώ. Από τη μυστική ένωσή του με τον Χριστό αντλούσε δύναμη. «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλίπ. 4, 13). Η ανιδιοτελής και θυσιαστική προσφορά του υπέρ της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού, τον ανέδειξαν πρωτοκορυφαίο. Μόνο ένα πράγμα, απέφευγε συστηματικά: Να έλθει αντιμέτωπος με τον Θεό. Η πρόθεση, η διάθεση και η σκέψη του ήταν πάντα σύμφωνες προς τον Νόμο του Θεού. Ενώ εβάδιζε στη γη, πολιτευόταν ως άγγελος στον ουρανό. Θεωρούσε «ως σκύβαλα» (Φιλίπ. 3, 8), όσα τον εμπόδιζαν να ενωθεί με τον Χριστό. Γι’ αυτό τίποτε δεν εμπόδισε τον Απόστολο Παύλο να ευαρεστήσει στον Θεό.

Με τη δική του προθυμία και τη σκέπη της Θείας Χάριτος αναπτύχθηκε στην ψυχή του τέτοιος ζήλος, ώστε ποτέ δεν ελαττώθηκε η διάθεσή του. Απηλλαγμένος από κάθε κοσμική επιθυμία δεν ενδιαφερόταν για τα γήινα και φθαρτά αλλά πάντοτε ταύτιζε το θέλημά του προς το θέλημα του Θεού. Τίποτε δεν του ήταν περισσότερο ποθητό από το να είναι αρεστός στο Χριστό. Λόγω της πύρινης αγάπης του προς τον Κύριο και του υπερβολικού του ζήλου για τη διάδοση του ιερού Ευαγγελίου, ο Απόστολος των Εθνών δεν ένοιωθε τους κόπους και τις ταλαιπωρίες. Επειδή δεν ανελάμβανε το μεγάλο αυτό έργο από φιλοδοξία ούτε από αγάπη προς πρωτοκαθεδρία, αλλά μόνο για την αγάπη την οποία είχε προς τον Χριστό, γι’ αυτό δεν δειλιά, ούτε αποθαρρύνεται. Τουναντίον, δεχόταν με χαρά και ευχαρίστηση τα όσα υπέφερε, γιατί «η αγάπη του Χριστού συνείχεν αυτόν» (Β Κορ. 5,14). Εργαζόταν αδιάκοπα χωρίς να αποκάμνει, χωρίς να απογοητεύεται αλλά και χωρίς να προσβλέπει σε οποιανδήποτε ανταμοιβή.

Ο Απόστολος Παύλος διέσχιζε την οικουμένη και υπέμεινε τον καύσωνα του καλοκαιριού και τον παγετό του χειμώνα. Δία το υπέρ του ονόματος του Χριστού κήρυγμά του, ζούσε μέσα στις θλίψεις, τις στεναχώριες και τις κακουχίες και αντιμετώπισε ύβρεις, πόνους, κατατρεγμούς κατηγορίες και συκοφαντίες από τους ψευδαδέλφους και τον κίνδυνο θανατώσεώς του από τους συμπατριώτες του. Δέχθηκε για χάρη του Χριστού αλλεπάλληλα πλήγματα. Μαστιγώσεις, ραβδισμούς, λιθοβολισμούς, δεσμά και φυλακίσεις. Και όμως, ούτε πτοήθηκε ούτε κάμφθηκε ούτε απόκαμε ούτε αποσύρθηκε από το κήρυγμα. Με προθυμία υπέφερε και υπέμενε τα πάντα, γιατί ο ίδιος από καιρό διεκήρυττε ότι «εμοί κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω» (Γαλ. 6, 14).

Με τη δύναμη του Χριστού ο οποίος ενοικούσε μέσα στην καρδιά του υπερπηδούσε κάθε
εμπόδιο. Ούτε την αδυναμία του σώματος υπολόγισε ούτε τις δύσκολες περιστάσεις φοβήθηκε ούτε στους κινδύνους δειλίασε ούτε τον χλευασμό και την καταισχύνη των συμπατριωτών του έλαβε υπόψη. Οι τιμωρίες και τα αναρίθμητα βασανιστήρια εφαίνονταν σ’ αυτόν σαν παιγνίδια. Οι πρόσθετοι διωγμοί του έδιναν περισσότερο θάρρος και παρρησία. Δεχόταν τα τραύματα και ένοιωθε σαν να έπαιρνε βραβεία. Το πάσχειν υπέρ του Χριστού γινόταν πηγή χαρά και καύχησης γι’ αυτόν. (Φιλίπ. 1, 29).

Ο μεγάλος υμνητής της αγάπης εφάρμοζε αυτήν με πολλή ακρίβεια κάθε στιγμή και γι’ αυτό γνώριζε τη δύναμή της. Κανείς άνθρωπος δεν είχε αγαπήσει τους εχθρούς του, όσον ο Απόστολος Παύλος. Ευεργετούσε αυτούς οι οποίοι τον κατεδίωκαν και υπέμεινε πρόθυμα τόσα πολλά χάριν εκείνων, οι οποί τον είχαν λυπήσει. Συγχωρούσε την ανθρώπινη κακία και φερόταν προς όλους ως φιλεύσπλαχνος πατέρας. Όταν έβλεπε την σκληροκαρδία τους προσευχόταν διαρκώς για τη σωτηρία τους. Υπέφερε καθημερινά για όλους και για τον καθένα χωριστά. «Ουκ επαυσάμην νουθετών ένα έκαστον» (Πραξ. 20, 31), τους διαβεβαίωνε.

Ο Απόστολος Παύλος «έκλαιε μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15) ημέρα και νύχτα. Λυπόταν για τα αμαρτήματα των άλλων, όσον κανείς δεν λυπήθηκε για τα δικά του. Γι’ αυτό έλεγε: «Τις ασθενεί, και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;» (Β Κορ. 11, 29). Η αγάπη του προς τους συνανθρώπους του έφθανε μέχρι του σημείου που ο ίδιος ευχόταν να χάσει την δόξα του ουρανού, προκειμένου να σωθούν οι Εβραίοι συμπατριώτες του. Δικά του είναι τα φοβερά εκείνα λόγια που φαίνονται σε πολλούς απίστευτα. «Ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα» (Ρωμ. 9, 3).

Κλαίει, υποφέρει, θλίβεται, παρακαλεί, ανησυχεί, τρέχει και φροντίζει για να οδηγήσει όλους αν είναι δυνατόν στην Βασιλεία των Ουρανών. Ικετεύει και παρακινεί τους ράθυμους, στηρίζει και ανορθώνει τους πεσόντας, θεραπεύει τους συντετριμμένους απομακρύνει τους εχθρούς της Εκκλησίας, προσεύχεται για όλους διότι θεωρούσε καταισχύνη την αδιαφορία για τη σωτηρία της ψυχής οποιοδήποτε. Δεν δίσταζε να παραδίνει τον εαυτό του σε μυρίους κινδύνους χάριν της σωτηρίας των πιστών. «Ήδιστα δαπανήσω και εκδαπανηθήσομαι υπέρ των ψυχών υμών», (Β. Κορ. 12, 15), έλεγε προς τους κατοίκους της Κορίνθου.

Με ιδιαίτερη φροντίδα, πατρική στοργή, ιερό πόθο και ζωηρό ενδιαφέρον προσπαθούσε να μορφώνει τον Χριστό στις ψυχές όλων. Σε επιστολή του προς τους Γαλάτας έλεγε: «Τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν!» (Γαλ. 4, 19). Έχων τη συναίσθηση της δικής του πλήρους αφοσιώσεως προς τον Χριστό, τολμά και προσκαλεί τους πιστούς να τον μιμηθούν. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Β Κορ. 11, 1).

Οι συμπατριώτες του, οι οποίοι «ζήλον Θεού είχαν, αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν» (Ρωμ. 10, 2), τον μαστίγωσαν, τον λιθοβόλισαν, τον φυλάκισαν και διψούσαν να πιουν το αίμα του. Όμως όλα αυτά τα υπολόγιζε ως ιστό αράχνης. Γι’ αυτό ο Χρυσορρήμων της Εκκλησίας Πατήρ εγκωμιάζων το σκεύος της εκλογής του Θεού αναφωνεί με θαυμασμό: «Τι αν τις εκείνην καλέσειε την ψυχήν; Χρυσήν, η αδαμαντίνην; Και γαρ αδάμαντος ην παντός στερροτέρα, και χρυσού και λίθων τιμίων τιμιωτέραν». Πως μπορούμε να ονομάσουμε την ψυχήν του Αποστόλου Παύλου; Χρυσή η αδαμάντινη; Αποδείχθηκε πιο ισχυρή και περισσότερο ανθεκτική από όλα τα διαμάντια και πιο πολύτιμη από το χρυσάφι και όλους τους πολύτιμους λίθους. (ΕΠΕ, 36, 426).

Ο Απόστολος Παύλος αναδείχθηκε μεγάλος, όχι λόγω επαγγέλματος η αριστοκρατικής καταγωγής, αλλά λόγω της θείας και ακαταμάχητης δύναμης, την οποίαν ο Κύριος ενέπνευσε στο σκεύος της εκλογής Του. Έθελγε τις καρδιές των ακροατών και έπειθε, γιατί «ο λόγος του και το κήρυγμά του ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως». (Α’ Κορ. 2, 4). Με τη διδαχή του η θεία και μυστική δύναμη του Ιερού Ευαγγελίου άνοιγε τις καρδιές των ανθρώπων και δέχονταν τις θείες αλήθειες.

Μπροστά στο κήρυγμά τους κατέρρευσε το ψεύδος των ειδώλων, καταργήθηκε η δαιμονολατρία, έσβηναν οι ειδωλολατρικές σπονδές, εξαφανίσθηκαν οι ειδωλολατρικές θυσίες, καταργήθηκαν τα πανηγύρια των δαιμόνων και εγκαθιδρύθηκε η αλήθεια. Ο θείος Παύλος μετά από τις τόσες ταλαιπωρίες, τους διωγμούς και ιδιαίτερα τους σκληρούς αγώνες προς αντιμετώπιση των ψευδαδέλφων, δεν εξαφανίσθηκε και δεν έσβησε από τη γη. Παρέμεινε ισχυρόν παράδειγμα στον αιώνα, γιατί τα όπλα του «ου σαρκικά, αλλά δυνατά τω Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων» (Β Κορ. 10,4). Με νεανικό σφρίγος περιφρονούσε όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες μέχρι το τέλος της ζωής του.

Επεδίωκε σταθερά τη σωτηρία αυτών οι οποίοι τον άκουαν και τον έβλεπαν. Με ανδρεία και σοφία, με ταπεινοφροσύνη και μεγαλοψυχία, με φιλανθρωπία και στοργή εργαζόταν ακατάπαυστα για να εξασφαλίσει τη σωτηρία των πολλών. «Τοις πάσι γέγονε τα πάντα ίνα πάντως τινάς σώσει»(Α Κορ. 9, 22). Και έσωσε με τη φλόγα της αγάπης του πολλούς.

Δία τα τόσα κατορθώματά του, ενώ ακόμη ζούσε στη γη ανηρπάγη έως τρίτου ουρανού. Και όμως, αναφέρεται στο θαυμαστό αυτό περιστατικό σαν να συνέβηκε σε άλλο πρόσωπο. «Οίδα άνθρωπον» γνωρίζω κάποιον άνθρωπον (Β’ Κορ. 12, 2), σημειώνει χαρακτηριστικά. Και όταν ακόμη αναγκαζόμενος να υπερασπισθεί το Αποστολικό αξίωμά του καλεί τον εαυτό του «κλητόν απόστολον» (Α’ Κορ. 1, 1), ταπεινοφρονεί και καταλύει την έπαρση και καταστέλλει κάθε είδος αλαζονείας των συμπατριωτών του. Διότι στην εποχή του είχαν χωρισθεί σε ανταγωνιστικές φατρίες και είχαν διαιρεθεί σε πολλές ομάδες, ώστε να υπάρχουν μεταξύ τους φιλονικείες. Καλλιεργεί λοιπόν την ενότητα συστήνοντάς τους να είναι «κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοϊ και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10).

Για εκείνους οι οποίοι απομακρύνονταν από τα θέλημα του Θεού δεν χρησιμοποιούσε κολακείες και θωπείες, αλλά τους κτυπούσε με τον λόγο. «Ούτε γαρ ποτέ εν λόγω κολακείας εγεννήθημεν καθώς οίδατε» (Θεσσ. 2, 5), διακήρυττε με παρρησία.

Ο Απόστολος Παύλος αποδείχθηκε μεγάλος και λαμπρός γιατί βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία και ένωση με τον Χριστό. Τα ρήματά του «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20), δεν ήταν σχήμα λόγου, αλλά η βάση και το επιστέγασμα των πνευματικών του αγώνων.

Και μετά τα τόσα κατορθώματα πενθούσε και ομολογούσε με θαυμαστή ταπεινοφροσύνη ότι «ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού» (Α’ Κορ. 15, 9). Ταυτόχρονα δε προτρέπει τους πιστούς να μην επιδιώκουν την απόκτηση εντυπωσιακών χαρισμάτων προς ικανοποίηση του εγωισμού τους, αλλά να αγωνίζονται για να απαλλαγούν από τον παλαιόν άνθρωπο, δείχνοντας έτσι τον δρόμο για μία αγωνιστική πορεία χωρίς δειλία και οκνηρία αλλά με πίστη και ανδρεία. «Ζηλούτε τα χαρίσματα τα κρείττονα και έτι καθ’ υπερβολήν οδόν υμίν δείκνυμι» (Α’ Κορ. 12, 31).

Ας καθαρίζουμε τους εαυτούς μας «από παντός μολυσμού, σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες, αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’ Κορ. 7, 2), για να λάβουμε τη θεία Χάρη. Τίποτε δεν μας εμποδίζει στο να φθάσουμε στον Χριστό παρά η κακία της ψυχής μας και η αδυναμία της θελήσεώς μας. Εάν αγαπήσουμε και εμείς τον Θεό «εξ όλης της καρδίας μας, και εξ όλης της ψυχής μας και εξ όλης της ισχύος μας και εξ όλης της διανοίας μας». (Λουκ. 10, 27), θα αγωνιζόμαστε θεαρέστως, ώστε με τη βοήθεια της θείας Χάριτος, να επαναλαμβάνουμε μετά του Αποστόλου Παύλου «ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Κορ. 2, 16), και να αξιωθούμε να φθάσουμε στην κατά Χάρη Θέωση. Αμήν.



* Δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα «Απόστολος Παύλος, ο Πρώτος μετά τον Έναν» του 7ου τεύχους του Περιοδικού «ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου