(17 Ἰουλίου 2022)
Ἡ θεολογία τῆς Πατρότητας
«Ὑμεῖς
ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄, 14)
Ἀγαπητοί
ἀδελφοί,
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἀπεκάλεσε τούς μαθητάς Του,
«φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε', 14). Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει πραγματική σημασία
καί ὄχι ἠθική. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ μαθητές εἶναι «φῶς τοῦ κόσμου», ὄχι ἁπλῶς
γιατί ἔχουν μερικά ἐξωτερικά ἔργα, ἀλλά γιατί συνδέονται μέ τόν Χριστό ὁ Ὁποῖος
εἶναι τό ἀληθινό «Φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. η΄, 12).
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν ὅτι «φῶς τοῦ
κόσμου» εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ πέρασαν ὅλη τήν αἴσθηση τοῦ
κόσμου, ἔφθασαν μέ τόν φωτισμένο νοῦ στά ὑπέρ αἴσθηση, ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό
καί ἔπειτα «ἐρεύγονται» ἀπό τήν καθαρή καρδιά τους λόγους ἀγαθούς ἐν μέσῳ τῆς
Ἐκκλησίας. Ἔγιναν πνευματικοί, ἀφοῦ προηγουμένως μέ τήν νηστεία καί τήν
ἀγρυπνία καθάρισαν τήν σάρκα, μέ τά δάκρυα ἐκλέπτυναν τήν παχύτητα τῆς καρδιᾶς,
μέ τήν κακοπάθεια ἐνέκρωσαν τά μέλη τους, μέ τήν προσευχή καί τήν μελέτη
ἐπλήρωσαν τόν νοῦ ἀπό φῶς, μέ τήν ἀπάρνηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἐχώρισαν τίς ψυχές
ἀπό τήν προσπάθεια τοῦ σώματος. Τέτοιοι ἦταν ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἰδιαιτέρως οἱ
ἅγιοι Πατέρες.
Πρέπει νά
ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Πατερική, ὄχι γιατί κάποτε εἶχε τούς
θεοφόρους Πατέρας της, πού διαφύλαξαν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τόν κίνδυνο τῶν
αἱρέσεων, ἀλλά γιατί πάντοτε ὑπάρχουν Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν, εἶναι
καί θά εἶναι Πατερική, γιατί εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί μέσα σέ
αὐτήν ὑπάρχει τό Πανάγιον Πνεῦμα. Γιά νά τό καταλάβουμε κάπως αὐτό πρέπει νά
ἐξετάσουμε τί ἐννοοῦμε μέ τόν ὅρο Πατέρες.
Στήν Ἁγία Γραφή τό ὄνομα Πατήρ χρησιμοποιεῖται ὡς
ὑποστατικό ἰδίωμα (τρόπος ὑπάρξεως) τοῦ Πατρός γιά νά φανῆ ἡ σχέση Του μέ τά
ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδή ὁ Πατήρ ἐγέννησε πρό χρόνων αἰωνίων τόν
Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τόν Πατέρα ἐκπορεύεται τό Πανάγιον Πνεῦμα. Ὁ
Πατήρ, δι’ Υἱοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά
καί ἀναδημιούργησε τόν ἄνθρωπο. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε γιά νά
δώση ζωή στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν νεκρός καί μόνος του δέν μποροῦσε νά ζωοποιηθῆ.
Ἑπομένως, ὁ Χριστός ἐν σχέσει πρός τόν Πατέρα Του λέγεται Υἱός, ἐν σχέσει μέ
τούς ἀνθρώπους λέγεται Πατήρ, γιατί μεταδίδει στούς ἀνθρώπους τήν ζωή.
Πατέρες, ἀκόμη, λέγονται καί ὅλοι ὅσοι
ἀναγεννήθηκαν ἐν Χριστῷ, ἐπειδή ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μόρφωσε μέσα τους
τόν Χριστό, ἔγιναν κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἔπειτα μετέδωσαν
τίς ἐμπειρίες τους στά πνευματικά τους παιδιά, μέ ἀποτέλεσμα νά τά
ἀναγεννήσουν. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι ἔγιναν τό «φῶς τοῦ
κόσμου». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στούς Κορινθίους: «Ἐάν γάρ μυρίους
παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλούς πατέρας· ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά
τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α' Κορ. δ', 15). Ἔχει συνείδηση τῆς
πατρότητός του, γι᾿ αὐτό λέγει γιά τόν μαθητή του Τιμόθεο: «Ἐστι τέκνον μου
ἀγαπητόν καί πιστόν ἐν Κυρίῳ» (Α' Κορ. δ', 17).
Καί οἱ
ἅγιοι Ἱεράρχες, διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου»,
λέγονται Πατέρες, διότι, ἐπειδή ἑνώθηκαν μέ τόν κατά φύσιν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, εἶναι
καί αὐτοί κατά Χάριν υἱοί τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Ἔτσι, ἀναγέννησαν τό Ποίμνιό
τους καί ἀπέκτησαν πνευματικά παιδιά. Ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων
Πατέρων δέν εἶναι μιά ξηρή ἐπιστημονική γνώση, ἀλλά ἡ ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ζωή τους καί ἡ διδασκαλία τους εἶναι πράγματι «φῶς τοῦ κόσμου», γιατί ἑνώθηκαν
μέ τό «Φῶς τοῦ κόσμου», τόν Χριστό.
Ἐπίσης,
κάθε ἀναγεννημένος ἄνθρωπος εἶναι Πατήρ γι᾿ αὐτούς πού τόν πλησιάζουν γιά νά
λάβουν τήν εὔχυμη διδασκαλία του, πού εἶναι καρπός ὀρθοδόξου ζωῆς. Βέβαια,
ἐννοεῖται ὅτι αὐτό γίνεται μέσα στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Πρέπει ὅμως νά σημειωθῆ ὅτι ἡ πνευματική πατρότητα
συνδέεται στενώτατα μέ τήν υἱότητα. Ὁ Χριστός εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἔκανε
ὑπακοή μέχρι θάνατου στόν Πατέρα Του καί εἶναι Πατήρ τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖνος,
λοιπόν, πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί εἶναι κατά Χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι
συγχρόνως καί κατά Χάριν πατήρ τῶν ἄλλων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ υἱότητα συνδέεται
μέ τήν μαθητεία καί τήν ὑπακοή, ἐνῶ ἡ πατρότητα συνδέεται μέ τήν θυσία καί τόν
πόνο.
Πάντως, γιά
νά εἶναι κανείς πραγματικός πνευματικός πατέρας πρέπει νά εἶναι συγχρόνως υἱός
τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὡς παιδί τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀποκτήση τήν Παράδοση καί μπορεῖ
ἔπειτα νά τήν μεταδώση, ὄχι μέ μηχανικούς τρόπους καί ἐξωτερικούς, ἀλλά
μυστηριακά καί νά γίνη πατέρας ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅλα, ὅπως εἶναι φυσικό, ξεκινᾶνε
ἀπό τήν ὑπακοή στόν Θεό καί στούς συγχρόνους ἁγίους Πατέρες. Ὁ ἀνυπάκουος παύει
νά εἶναι μαθητής καί υἱός. Ὁ ὑπάκουος ἀναγεννᾶται καί μπορεῖ καί ἄλλους νά ἀναγεννήση.
Βέβαια, εἶναι δίδαγμα τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι ἡ
πνευματική πατρότητα μέσα στήν Ἐκκλησία δέν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐν Χριστῷ
ἀδελφότητας. Ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι Πατήρ τῶν ἀνθρώπων, ἐν τούτοις «οὐκ
ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν» (Ἑβρ. β', 2). Ἔτσι, καί ὁ πνευματικός
Πατέρας γιά τόν μαθητή του εἶναι πατέρας, ἀλλά συγχρόνως καί ἀδελφός ἐν Χριστῷ.
Εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπίσης, ἡ πνευματική πατρότητα συνδέεται στενώτατα
μέ τήν μητρότητα. Καί ἐδῶ ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Ποσάκις
ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς
ὑπό τάς πτέρυγας...» (Ματθ. κγ', 37). Ὅπως ἐπίσης ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου πού γράφει: «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός
ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ', 19). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός πατέρας εἶναι
περισσότερο μητέρα παρά πατέρας. Ἔχει στοργή καί ἀγάπη ἐν Χριστῷ καί μέσα στό
κλίμα αὐτό τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης ἀναπτύσσονται καί τελειοποιοῦνται τά πνευματικά
παιδιά.
Ἑπομένως,
οἱ ἅγιοι εἶναι πνευματικοί πατέρες, δηλαδή «τό φῶς τοῦ κόσμου», ἐπειδή μᾶς
ἀναγεννοῦν, μᾶς ζωογονοῦν, μᾶς κατευθύνουν μέ ὑπομονή καί στοργή πρός τήν
θέωση, μᾶς φωτίζουν διαρκῶς ἀφοῦ ἔγιναν κατοικητήρια τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἄς
ἔχουμε τήν εὐχή τους καί ἄς θέτουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τήν πνευματική τους
καθοδήγηση γιά νά ὁλοκληρωθοῦμε πνευματικά.
Ὁ Τοποτηρητής Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί
Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου