Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Γραπτό Θεῖο Κήρυγμα Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς

 


Ὁ Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα

 

«ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω»
(Ἰω. ζ', 37)

 

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Αὐτός εἶναι λόγος τοῦ Χριστοῦ πού εἶπε κατά τήν Ἰουδαϊκή ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Μέ τήν ἑορτή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι δόξαζαν τόν Θεό γιά τήν θαυμαστή διάσωσή τους. Κάθε πρωΐ γινόταν στόν Ναό μιά σπονδή σέ ἀνάμνηση τῆς θαυματουργικῆς ἀναβλύσεως ὕδατος ἀπό τήν πέτρα, διά τῆς ράβδου τοῦ Μωϋσέως. Ἐπίσης, κάθε ἀπόγευμα ἄναβαν στόν πρόναο δύο πολύφωτες λυχνίες σέ ἀνάμνηση τῆς φωτεινῆς νεφέλης πού φώτιζε τούς πατέρας τους, κατά τήν διάρκεια τῆς νυκτερινῆς πορείας. Ὁ Χριστός τήν τελευταία ἡμέρα αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, εὑρισκόμενος στά Ἱεροσόλυμα καί ἀναφερόμενος στά δύο αὐτά θαυματουργικά γεγονότα πού ὑπενθύμιζαν αὐτές οἱ δύο λατρευτικές πράξεις, ἔκραξε λέγων: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω... ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί, οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. ζ', 37, η', 12). Στήν συνέχεια θά μᾶς ἀπασχολήση ἡ πρώτη διακήρυξη τοῦ Χριστοῦ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰω. ζ', 37).

Ὁ Χριστός μέ τόν λόγου αὐτόν ἀποκάλυψε τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι τό θαῦμα τῆς ἀναβλύσεως τοῦ ὕδατος ἀπό τήν πέτρα στήν ἔρημο γιά νά ξεδιψάση ὁ λαός, δέν προέρχονταν ἀπό τήν φύση τῆς πέτρας, οὔτε ἀπό τήν δύναμη τοῦ Μωϋσέως, ἀλλά ἦταν ἐνέργεια τῆς πνευματικῆς Πέτρας, πού διαρκῶς ἀκολουθοῦσε τόν Ἰσραηλιτικό λαό. Καί αὐτή ἡ πνευματική Πέτρα ἦταν καί εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους: «ἔπινον γάρ ἐκ τῆς πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας· ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός (Α' Κορ. ι', 4).

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, φωτισθέντες ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα, εἶπαν ὅτι ὅλες οἱ θεοφάνειες τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν θεοφάνειες τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ διαφορά τῆς Παλαιᾶς ἀπό τήν Καινή Διαθήκη εἶναι ὅτι ἐνῶ στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε ἀποκαλύψεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου, στήν Καινή Διαθήκη ἔχουμε ἀποκαλύψεις τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου. Ἐάν διαθέτουμε μιά πνευματική εὐαισθησία καί καρδιακή καθαρότητα, μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν φύση καί στήν ἱστορία.

Ὁ Χριστός πάντα ξεδιψᾶ τόν ἄνθρωπο πού φλέγεται γιά ἀληθινή ζωή καί γιά ἀληθινή Χαρά. Αὐτός ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ ἀληθινή Ζωή, Χαρά, Φῶς, Εὐλογία τῶν πάντων. Ὁ ἄνθρωπος, ἑνούμενος μέ τόν Χριστό, ἀποκτᾶ Χάρη «ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ» (Ἰω. α', 16). Ὁ Χριστός ἱκανοποιεῖ τελείως τήν πνευματική δίψα τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά φέρη μερικές ἰδέες καί ἀφηρημένες θεωρίες, ἀλλά γιά νά φέρη τήν ζωή στούς ἀνθρώπους: «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰω. ι', 10). Καταλλάσσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, Χριστοποιεῖ καί Ναοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση.

Αὐτό τό βλέπουμε στήν ζωή τῶν ἁγίων. Εὑρισκόμενοι στήν ἔρημο τῆς νεκρώσεως, διψοῦν τόν «ζῶντα Θεόν». Κατά τό μέτρο δέ τῆς δίψης καί τῆς ὁρμῆς δέχονται στήν ὕπαρξή τους τό ὕδωρ τό ζῶν, πού τούς αὐξάνει τήν δίψα: «οἱ ἐσθίοντές με ἔτι πεινάσουσι καί οἱ πίνοντές με ἔτι διψήσουσιν» (Σοφ. Σειράχ κδ', 21). Αὐτός εἶναι ὁ ἀχόρταγος χορτασμός τοῦ θείου ἐλέους. Ἔτσι, οἱ ἅγιοι μᾶς ἔδειξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει, ἀλλά ἔχει αὐτό πού εἶναι, δηλαδή ἡ ἀξία του δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά καί ὅλα ὃσα διαθέτει, ἀλλά ἡ εὐτυχία του συνδέεται μέ τήν ἀνακαίνιση καί τήν μεταμόρφωση τῆς φύσεώς του. Καί αὐτή ἡ μεταμόρφωση γίνεται ἐν Χριστῷ.

Ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως τό νερό δροσίζει καί καθαρίζει, ἔτσι καί τό Πανάγιο Πνεῦμα δροσίζει τόν ἄνθρωπο καί καθαρίζει ὅλες τίς ἐσωτερικές πληγές τῆς ἁμαρτίας.

Δέν εἶναι ἄλλο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί ἄλλο τό ἔργο τοῦ Παρακλήτου. Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη θεία ἐνέργεια, ἀλλά ἕνα ἀπό τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί ἀναπαύεται στόν Υἱό. Αὐτή ἡ ἀνάπαυση, κατά τούς Πατέρας, εἶναι μιά διαρκής κίνηση καί δράση, εἶναι ἡ κατ᾿ ἐνέργεια φανέρωση τοῦ Παρακλήτου. Ἔτσι, ὁ Χριστός ἀποστέλλει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μορφώνει τόν Χριστό «ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Ὁ Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι οἱ δύο Παράκλητοι τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, πού ἀπεργάζονται τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν μεταμόρφωση ὅλου τοῦ κόσμου.

Ἐκεῖνος πού συνδέεται μέ τήν ἀληθινή Πέτρα, τόν Χριστό, γίνεται πηγή θεολογίας. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ', 38). Ἐδῶ φαίνεται τό ὕψος τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, δηλαδή σέ ποιό σημεῖο ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο.

Ὅταν ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνεται ἐσωτερικά καί αὐτή ἡ ἀλλοίωση φαίνεται καί ἐξωτερικά, διά τῶν κινήσεων, τῆς σιωπῆς, τῆς ὁμιλίας κλπ. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ μεταμορφωμένη ὕπαρξη θεολογεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ἐνεργούμενος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνει τό μεγαλύτερο τῶν χαρισμάτων, τό χάρισμα τῆς θεολογίας.

Ἑπομένως, Θεολόγος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού κατέχει ἕνα πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλά ὁ ἅγιος πού στήν καρδιά του δέχεται τίς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ πνευματική ζωή συνδέεται στενώτατα μέ τήν θεολογία, γιατί ἡ πνευματική ζωή στηρίζεται στήν θεολογία, ἡ δέ θεολογία ἀντλεῖ ὅλη τήν δύναμη καί τήν ζωή ἀπό τήν πνευματική ζωή. Ἡ ἀφετηρία ὅλων τῶν κακῶν ξεκινάει ἀπό τήν ἀποσύνδεση αὐτῶν τῶν δύο καταστάσεων, ὅταν δηλαδή ἡ θεολογία ἀποσυνδέεται ἀπό τήν πνευματική ζωή.

Ζώντας σ᾿ ἕναν κόσμο πού προσφέρει προγράμματα βελτιώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καί καταγίνεται στήν διαφήμηση μόνον τῶν ὑλικῶν πραγμάτων πρέπει νά ἐκτιμήσουμε τήν μεγάλη προσφορά τῆς Ἐκκλησίας, πού φαίνεται στίς ἑορτές της. Ἡ Ἐκκλησία, διά τῆς ἐνεργείας τῆς Παναγίας Τριάδος, μεταμορφώνει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἡ μεταμορφωμένη δέ ὕπαρξη ἀλλάσσει πραγματικά καί οὐσιαστικά τόν κόσμο.

Ὁ Τοποτηρητής Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου